Μεταφορά οξυγόνου
Δηλητηριώδες οξυγόνο διέρρευσε καθαρό
στο μηχανοστάσιο, εξαφανίζοντας τους μηχανικούς
της νυχτερινής βάρδιας.
Στα χέρια κρατούσες ένα καλάθι φρούτα
και στη φωτογραφία φαινόταν κίτρινη η καμπίνα,
πολυτελής με φινιστρίνι κατευθείαν στη θάλασσα.
Ταξίδευες στη Μεσόγειο, στις θάλασσες
με ποντοπόρο κρουαζιερόπλοιο ελληνικής ιδιοκτησίας.
Το CD πήδαγε στις νότες λόγω συσσωρευμένης σκόνης
κι όταν έφτασες στην ουσία των πραγμάτων
δεν υπήρχε η Μουσική που τόσο ήθελες εκείνη τη στιγμή..
Μοναδικός ήχος ο αέρας
κι ο θόρυβος των μηχανών που έφταναν
αμυδρά στο κατάστρωμα.
Τ’ αστέρια θα άναβαν σε λίγο
και η περιγραφή της θάλασσας, εκείνη
ακριβώς τη στιγμή της βραδιάς που μόλις άρχιζε,
σε έκαναν περισσότερο λυρικό απ’ ό,τι έπρεπε..
Κοιτάζω απ’ το παράθυρο, χειμώνας τώρα
τα σύννεφα, κι έναν βοριά που επιτίθεται απ’ τα βουνά.
Διαλυμένος σε αποσύνθεση απ’ το καλοκαίρι,
μαζεύω τα κοματάκια, και τα συγκολώ
άλλα λάθος – άλλα σωστά,
μέσα – έξω.
Βοηθούν οι ραβδώσεις στα πρωτοκυκλαδικά
κι οι παραστάσεις στα μελανόμορφα.
Στο Μουσείο της Μυκόνου, στη Δήλο, στις Κυκλάδες.
Μακρινά καλοκαίρια, χιλιάδες σώματα στον ήλιο ευλογημένα.
Όλα δικά σου, δεν κρατάω τίποτα.
Χρώματα για τη θάλασσα.
Αποχρώσεις του μπλε, στο πράσινο, στο άσπρο.
Η νύχτα πέφτει και γίνεται μενεξεδιά.
Ένας Γενάρης λίγο μετά τις γιορτές
Περιμένω να φτάσω στην άνοιξη.
Την άνοιξη ταξίδι στην ανθισμένη Δήλο.
Ταξίδι στη Σύρο, Μύκονο. ΄Ολα θαλερά,
πράσινα ανθισμένα, ακόμα κι οι ξερότοποι.
Τελευταία σχέδια, προτελευταία.
Αυτά που θα επιδιώξουμε να κάνουμε.
Αυτά που θα γίνουν στη φαντασία μας.
Αυτά που θα μείνουν για πάντα εκεί
και θ’ ανασύρονται σε στιγμές αυτογνωσίας.
Διασκεδάζω μ’ όλα αυτά
είναι η ζωή μου, η ζωγραφική μου, τα λόγια μου
κι η μουσική μου …
Tout tombe en ruines de toute facon.*
Αθήνα 10.1.97
* ΄Ολα καταρρέουν, ούτως ή άλλως
----------
Χρυσή Δεκαετία
Μου τελείωσαν όλα μου τα όπλα
όλα τα επιχειρήματα,
Κάθε ίχνος ελπίδας χάθηκε,
σιγά-σιγά, από τη χρήση και την κατάχρηση.
Καθαρίζω τις λέξεις απ’ τα παλιά νοήματα.
Καθορίζω νέες έννοιες.
Σκηνή Α. Flash back: Εξωτερικό νύχτα.
Είσοδος νυχτερινού κέντρου. Μια νεοκλασική πρόσοψη με τρεις πόρτες φωτισμένες από μέσα. Καρναβάλια κι ο κόσμος χορεύει στους ήχους της ορχήστρας. Ντυμένοι μασκαράδες, στροβιλίζονται με τη μουσική. Ο Γουλφ συναντάει τον Α. Κοιτάζονται έντονα στα μάτια, σχεδόν ηλεκτρίζονται. Είναι ντυμένοι σα διαχρονικοί ιππότες.
Η σκηνή ήταν σαν παλιωμένο και άχρηστο ρούχο.
Η ζωή ήταν πολύ μεγάλη – ο χρόνος ζωής πολύς,
και δεν είχα πια κανένα σχέδιο για τη συνέχεια.
Τετ. 14 Μάη 97
Αθήνα
----------
Αναλαμπές
Δύο χιλιάδες λόγια που δε σου ανήκουν.
Η ζωή μας έγινε ένα γελοίο σίριαλ, με έξυπνες ατάκες
κάθε Δευτέρα εννιά και τέταρτο μ’ εννιά και είκοσι.
Μακρινοί πλανήτες πέφτουν και γκρεμίζονται
ένας κομήτης θα καταστρέψει τη γη προς το 2028,
όταν η ανάμνηση αυτού του σίριαλ δεν θα υπάρχει.
Σκόνη, σε συναντάω στα νεκροταφεία,
και στα παγωμένα βάθη, του τιτανικού, κομμένου στα δύο
ό,τι απόμεινε από τα πτώματα, φαγωμένα από τα ψάρια
λίγα κόκκαλα ασπρισμένα να φωσφορίζουν
στην τηλεκατευθυνόμενη κάμερα.
Απλωμένες εφημερίδες, ένα βιβλιοπωλείο μετατρέπεται
σε πρατήριο άρτου.
Χτες πάλι σε είδα τυχαία – όλως τυχαίως –
και με κέρασες ένα ποτό.
Η κομψότητα των φράσεων των μεγάλων ποιητών.
Η αγωνία των κοριτσιών να γίνουν «διάσημα»
και να καούν σε διάστημα δύο ωρών.
Αρχαίες μέρες, ποιητικές συλλογές του ασήμαντου,
τόση πίκρα χωρίς εξήγηση.
Αστέρια, που η εκδίκησή τους σερβίρεται κρύα.
Δύο χρόνια πριν τις γιορταστικές εκδηλώσεις
για το δύο χιλιάδες.
Δύο χιλιάδες.
Μετράμε ώρες πια για το ξεφάντωμα που θα γίνει.
Θ’ ανοίξουν σαμπάνιες, θα ράνουν με ροδοπέταλα
τα κεφάλια μας, από το ύψος του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ.
Οι θέσεις κλείνονται από τώρα, τα κονκόρντ θα πετούν
για να μπορούν οι επιβάτες να γιορτάσουν μέχρι και
τρεις φορές την έλευση του νέου αιώνα, τι λέω;
της νέας χιλιετίας.
Στιγμή σταθμός!
Εγώ θάχω φύγει, θάχω κρυφτεί στα
βάθη μιας σπηλιάς μήπως και με φτάσουν
οι ιαχές και τα πυροτεχνήματα.
Εκείνη η μέρα θα γιορτάζεται συνεχώς
σε απευθείας μετάδοση απ’ την αρχή,
απ’ τη γραμμή της αλλαγής της ώρας, στη μέση
του Ειρηνικού ωκεανού,
μέχρι να επιστρέψει ξανά μετά από 24 ώρες
και τότε θα έχει μπει για τα καλά,
ο νέος αιώνας, η νέα χιλιετία,
που αναγγέλεται θαυμάσια
γεμάτη τεχνολογία και σεξ
ανέφικτη ηδονή, ανέφικτη αγάπη.
Δύο χιλιάδες.
Μετρώ τις λέξεις μιας πλούσιας γλώσσας
υπερήφανος που γράφω σε μια τόσο αρχαία και
τόσο μικρή γλώσσα,
τα Ελληνικά που κοντεύουν να σβύσουν,
στη γλώσσα του δίσκου της Φαιστού,
στη γραμμική ΄Αλφα και Βήτα,
στη γλώσσα του Ομήρου και των Ευαγγελίων,
στην ποντιακή και στην κυπριακή διάλεκτο,
στην κοινή ελληνική,
και γω που χρησιμοποιώ, τόσο λίγες λέξεις
τόσο λίγες.
Είναι και τα αισθήματα τόσο λίγα ή εγώ
δεν μπορώ να τα εκφράσω;
Κάποιοι ατάλαντοι γλωσσολόγοι μελλοντικών πανεπιστημίων
θα κάνουν φύλλο και φτερό τις γλωσσοπλαστικές
ικανότητες του συγγραφέα, θα βρουν φασιστικές
κομμουνιστικές, μεταφυσικές και άλλες επιδράσεις.
Λιγόλογα ποιήματα, θα έχουν μεγαλύτερη αξία
από τις χιλιάδες σελίδων
αυτού του χειρογράφου που προσπαθούν να πουν κάτι.
Το απόσταγμα, η ρακή, που βγαίνει απ’ τα
υπολείμματα των πατημένων σταφυλιών
διπλή και τριπλή απόσταξη.
Κάποιες προτάσεις, σκέτες φράσεις
σωστές εκφράσεις, ένα μπέρδεμα του μυαλού
σε λαβύρινθους του Λαυρίου και του Μινώταυρού.
Και ξαναγυρίζω σε σένα, στο απόλυτο κενό,
στον καθρέφτη της μπερδεμένης σου ύπαρξης,
να βλέπω τη φθορά στα μάτια σου και στο σώμα σου.
Αποτοξίνωση από τη σιχαμένη-αγαπημένη σου
παρουσία.
Το τρεις χιλιάδες δεν μπορεί να περιμένει.
Σα 14 Μαρ. 1998
Αθήνα
----------
Χειμώνας
Αυτό που θέλω είναι να τελειώνω με αξιοπρέπεια.
Αυτό που θέλω είναι κάποια χρήματα – πολλά χρήματα
ώστε να φύγω όσο το δυνατόν πιο μακριά
όσο είναι καιρός.
Ο χειμώνας εδώ με κούρασε, κι ούτε έχω διάθεση
να περάσω ακόμα έναν τέτοιο χειμώνα.
Τα κόκκαλα τρίβονται μεταξύ τους
αφήνοντας μια λεπτή σκόνη να υπερίπταται
πάνω απ’ τα κεφάλια μας.
Να σκεφτείς πως η παγκόσμια παραγωγή σκόνης
είχε καταναλωθεί για να σκεπάσει
τα γυμνά σώματα των αθλητών
που έτρεχαν στο Μαραθώνιο
κι έπεφταν νεκροί
φωνάζοντας
ν ε ν ι κ ή κ α μ ε ν
Το έλεγαν μ’ αυτή τη γραφή που είδαμε
στο επιγραφικό μουσείο κατά τύχη
μια μέρα που έβρεχε.
΄Υστερα ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο σου
και σου είπα
φτάνει, αρκετά έζησα
κουράστηκα
τώρα, ας φύγω …
Γεν. 92
Αθήνα
----------
Το Φλας
Επιστρέφοντας από τα πιο δύσβατα μονοπάτια
πέρασα ξαφνικά από δυο κλαδιά ανθισμένης αμυγδαλιάς
Μετά κατέβηκα το λόφο με τ’ αγριόχορτα
έφτασα στο σπίτι και ο τηλεφωνητής
δεν είχε κανένα σου μήνυμα
καμιά σου κουβέντα
τόσο δυνατή,
μια λέξη,
Σ’ αγαπώ …
Κάτι τέλος πάντων που να θυμίζει
τις παλιές καλές μέρες
δυο χρόνων παλιές
τις παλιές βόλτες
δυο χρόνων παλιές.
Δεν θα το επαναλάβω
δεν θα «ξαναφάω φλασιά»
όπως προχτές που σ’ έβγαζα φωτογραφίες
τη στιγμή που χόρευες
τα δάκρυα να μου κλείνουν τα μάτια και να μη
μπορώ να καδράρω
Και κείνο που σκεφτόμουν τόσο έντονα ήταν
πως ό,τι μείνει από μας θα είναι
αυτές οι φωτογραφίες που τώρα τραβάω
με σένα να χορεύεις και να λάμπεις.
Πε – 25 Ιαν. 96
----------
Le ciel contre nous
(Ο ουρανός εναντίον μας)
Ένα άλλο
μια άλλη μέρα
θα ξεκινάς με τη μηχανή σου
και πίσω θα κάθεται κάποιος άλλος,
χαρούμενος κι ευτυχισμένος
που δεν θάμαι εγώ
που δε θα σε κοιτώ στα μάτια
που η αγάπη αυτή θα γίνεται μόνο λόγια κι αναμνήσεις
θα είναι οι γιορτές που κάναμε
θα είναι οι συναντήσεις
και οι έρωτες κι οι πίκρες
΄Ολος ο ουρανός εναντίον μας
και εμείς εκεί, να συνεχίζουμε
ερωτευμένοι
κι ανίκητοι
απ’ το χρόνο
απ’ τον πόνο
απ’ τα δάκρια.
Πε 25 Ιαν. 96
----------
Ταξίδι
Γραφτά και λόγια
΄Ο,τι μένει απ’ την αγάπη μας
Φεύγεις ξανά
Μακριά
Ούτε να μου μιλάς
ούτε να με ακούς
ούτε να με θέλεις.
Θα με ξεχάσεις για πάντα.
Γιατί,
πόσο να περίμενες
πόσο να υπολόγιζες
πόσο να άντεχες.
Σεπτ. 96
Εξευτελίστηκα από τούτη την αγάπη
απ’ αυτόν τον έρωτα
Ευτυχώς που είμαστε ίδιοι
Ευτυχώς που είσαι και συ άνθρωπος
γεμάτος αρρώστιες και άγχη
γεμάτος ενοχές και αναστολές.
Τε. 18 Μαρ. 98
Αθήνα
----------
Εραστής
Πονάω περισσότερο
γιατί δεν μπορώ να εκπληρώσω όλα σου τα όνειρα
γιατί δεν είμαι αυτό που περίμενες
γιατί δεν είσαι αυτό που θέλω.
Γιατί η συνάντησή μας είναι ένα λάθος
που διαιωνίζεται.
Γιατί προσπαθώ να μάθω ελληνικά
σαν ένας βάρβαρος, εραστής,
να σου διαβάζω στο πρωτότυπο
τα τελευταία τραγούδια της Σαπφούς
πριν γκρεμιστεί απ’ το βράχο
στις θάλασσες της Λευκάδας.
Ταξιδεύουμε πάλι
βλέπω τα μάτια σου να ψάχνουν
για άλλες αγκαλιές
και γω ξοδεύω το απόθεμά μου
από έννοιες και λέξεις.
Τε 18 Μαρ. 98
Αθήνα
----------
Ιόνιο
Το Ιόνιο με την υγρασία του
δημιουργεί προβλήματα στη Ναυσιπλοϊα
καθώς και στον συναισθηματισμό
των ανθρώπων
Εξ άλλου πάντα ήταν η γέφυρα
ανάμεσα στο εδώ και στο αλλού,
ανάμεσα στο εκεί και στο ένθεν.
Ο Ιταλικός ρυθμός της γλώσσας
έφερνε στα Ελληνικά τον αέρα
μιας απλοποίησης όλης αυτής της
καθαρεύουσας οριστικά χαμένης
κι έλυνε έτσι το διχασμό ανάμεσα στην ιερατική
και τη λαϊκή γλώσσα
΄Ετσι η δημοτική του μεγάλου ποιητή ήταν απ’ την αρχή
η κοινή ελληνική, πέρα απ’ τους
ιδιωματισμούς και τις ιδιαιτερότητες
του κραταιού Βυζαντίου
και της Ελληνικής Βεβετίας.
1993
----------
Εσύ και γω
Δύσβατα βράχια
πλαγιές με θυμάρι
εικόνες από την καταστροφή της Σμύρνης.
Όλα μπλέκονται στην ιστορία μας
Οι ιστορίες και οι μέρες
τα πάθη
το δέρμα σου
τα χέρια σου
οι νύχτες
(οι νύχτες μας)
Που προχωρώντας προσπαθείς να ξεχάσεις
να ξεχάσω
Όλη η γεωγραφία των σωμάτων που αγαπήσαμε
εσύ και γω,
η ιστορία μας.
Τρι 18 Νοε 1977
Αθήνα
----------
Ζωή μετά θάνατον
Τη μετά θάνατον ζωή τη ζω τώρα,
τώρα που όλοι με νόμισαν νεκρό
και δεν άλλαξε τίποτα
ούτε στη στάση τους
ούτε στη συμπεριφορά τους.
Τη μετά θάνατον ζωή τη ζω,
που συνεχίζω
να τρώω,
να βλέπω ήλιο και σκοτάδι εναλλάξ,
να θέλω να κάνω σεξ.
Ούτως ή άλλως, οι αλλαγές που θα
συμβούν από τα τόσα γεγονότα
θα μας επηρεάσουν
είτε ζωντανοί,
είτε λησμονημένοι.
Γι’ αυτό επέζησα εγώ
για να κουβαλώ τους λησμονημένους φίλους
Μούδωσε η ζωή μια επιπλέον ευκαιρία
που λέω να μην χάσω
20.3.98
Αθήνα
----------
Ο ουρανός εναντίον μας
Ονειρεύτηκα
ένα σωρό ποιήματα
κι όταν ξύπνησα
είχαν πετάξει …
----------
πρώτα
πρώτα
1. Πνίγηκες στα εκατό κύματα
που πέρασαν από πάνω σου
εσύ λουλούδι
εσύ βράχε
εσύ κόκκινο χρώμα της δύσης.
2. Θέλεις και βάζεις φωτιά
σε μια κουρτίνα.
Η φωτιά θεριεύει κι ανεβαίνει
πάνω σου.
Τη σβήνεις με βενζίνη.
3. Είπες
Πρώτα θ’ αφήσω να μεγαλώσουν τα νύχια μου και μετά θα τα βυθίσω στη σάρκα σου.
Είπες
Θάθελα να σε σκοτώσω.
Μετά έβρεξε.
4. Στη μέση απ’ το πλακόστρωτο
ένα
δυο
τρία πρέπει να πεθάνεις
με δυο σπαθιά
μία σημαία
ένα μπουκάλι σαμπάνια
κι ένα κουτί σπίρτα.
1970
----------
Τα τσιγάρα που έσβυναν στα
σώματά τους ήταν άφιλτρα.
Το δαχτυλίδι που φορούσε
είχε μια πέτρα γκρενά
της το είπα χωρίς
αντίσταση
τη φίλησα
ανταποδίδοντάς της
τον χαρούμενο χαιρετισμό
Ιούνιος 1975
----------
Οι γλυκανάλατοι έρωτες μιας πτωχής
σ’ ένα υπόγειο πάρτι
Τα μαλιά της μύριζαν σαπούνι Ερμής,
όταν της ζήτησα να χορέψουμε.
Θα μπορούσα να την παρατήσω στη μέση,
όμως φοβόμουνα πως ο αδελφός της
δεινός μαχαιροβγάλτης
δεν θα καταλάβαινε τίποτα απ’ τη φριχτή
μυρουδιά, ίσως και τα δικά του
λαδωμένα μαλιά μύριζαν κι αυτά «Ερμής»
Εγώ και πάντα εγώ
ήμουν ο φταίχτης
ακούστηκε μια φωνή από την τουαλέτα.
Η Λένη αυτοκτόνησε, φώναζαν.
Τρεις γυναίκες λιποθύμησαν
τέσσερεις άνδρες τράπηκαν εις άτακτον φυγήν
δύο άλλοι τέθηκαν σε πολεμική διαθεσιμότητα
οι υπόλοιποι σχεδόν αδιαφόρησαν.
Ιούνιος 1975
----------
Συμπεράσματα από ομοιοκαταληξίες
Η Στυλώνη φώναξε μέσα από τον κήπο :
Ένα τσαμπί σταφύλι!
Όλοι οι υπηρέτες έτρεξαν
φέρνοντας και τα παπούτσια της κυρίας.
Η αρχιυπηρεσία δοκίμασε να της
γλύψει τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών.
Η κυρία την κλώτσησε κι εκείνη
έπεσε ανάσκελα.
Πάτησε το κορμί της για να φύγει.
Κρατούσε ο Τάσος μια μπουρνέλα.
Χωρίς να μιλήσουμε καταλάβαμε πολλά.
Ύστερα ο ένας έφερε τα παπούτσια
του άλλου,
καθώς η μηχανή έκανε ένα
τράβελινγκ πίσω …
Ιούνιος 1975
----------
Συνεχόμενοι αποχαιρετισμοί
Συνεχόμενοι αποχαιρετισμοί
Σε μια στιγμή ανάβουν τα φώτα.
Οι τραυματίες μόλις που προλάβαιναν να ξεψυχίσουν.
Η θάλασσα, η παραλία,
μερικά εργοστάσια εδώ και κει.
Μερικοί βιομηχανικοί εργάτες
γεμάτοι σκόνες ήρθαν και κάθισαν δίπλα μας
κρατώντας μια μπουκάλα κρασί
στα χέρια.
Θυμάμαι, εσύ σηκώθηκες
χτυπώντας στον αριστερό αντίχειρα
το αεροπορικό εισιτήριο για το Λονδίνο
Μπορούσα να το καταλάβω, όμως λυπόμουν
όπως και την προηγούμενη φορά.
Τη στιγμή που έφευγες
οι βιομηχανικοί εργάτες σε χαιρέτισαν
εν χορώ.
Διακρίναμε το χέρι σου
να κρατάει ένα άσπρο μαντηλάκι
και να το κουνάει έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου
καθώς απομακρύνονταν.
Τη στιγμή που το χέρι κόπηκε
κι έπεσε στο πεζοδρόμιο,
ήμουν ο μόνος που κοίταζε.
Γι’ αυτό και ήμουν ο μόνος
που έτρεξε να στο δώσει πίσω.
Ιούν. 1975
----------
Εισβολή
Μετά την εισβολή παραμείναμε
όλοι στις θέσεις μας.
Εγώ, η Αφροδίτη, ο Τάσος, η Βάσω
Κανείς δεν κουνιόταν ή μιλούσε
Άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας
Εγώ δεν μιλούσα αν και ήξερα (όπως όλοι εξ άλλου).
Ανάβαμε τσιγάρα.
Σιγά-σιγά το δωμάτιο γέμιζε καπνούς,
Λίγα λουλούδια ήταν στο παράθυρο
Πήγα και τα άγγιξα
Όλοι θαύμασαν το θάρρος μου.
Άρχισαν να παίρνουν κουράγιο.
Η Αφροδίτη άγγιξε το πόμολο της πόρτας
η Βάσω το καρεκλοπόδαρο
κι ο Τάσος ένα μαλακό μαξιλάρι
Ένα μεγάλο ερπετό μπήκε και τυλίγονταν στα πόδια μας
Προσπάθησα να τ’ αποφύγω.
Δοκίμαζε να με πνίξει.
Όλες οι αποδείξεις ήταν εις βάρος μας
Η Βάσω έμπηξε το τακουνάκι της στο κεφάλι του
καμιά κίνηση ή αποτέλεσμα.
Μείναμε έτσι άλλη μισή ώρα ακίνητοι.
Κάποτε ακούσαμε την τρομπέτα
του στρατού της σωτηρίας.
Διέκρινα κάπου και τη σημαία να κυματίζει.
Ήταν όμως αργά,
το σπίτι κατέρρεε σιγά-σιγά.
1976
----------
Μνημεία από κιμωλία
Φτάνοντας στο τέλος της Πλατείας
ανακάλυψα πως το κορίτσι που παρακολουθούσα
είχε χαθεί.
Δεν είχα καμία αμφιβολία.
Πλησίασα τα κάγκελα και κοίταξα κάτω.
Οι αρχές είχαν ήδη τραβήξει το πρώμα
και η θέση του διαγραφόταν με άσπρη κιμωλία.
Ο κόσμος του περιπάτου που έμαθε στο μεταξύ
το γεγονός, από τα μικρά τρανζίστορ που κρατούσε,
έφτανε κατά δεκάδες στο σημείο της αυτοκτονίας,
ρίχνοντας λουλούδια, πορτοφόλια και παγωτά ξυλάκι
στο μέρος που πριν ήταν το πτώμα.
Άλλοι έκοβαν τα φύλλα από ολόκληρα δέντρα
και μερικοί έβγαζαν τις ρόδες
απ’ τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Ένας ανάπηρος πέραξε κάτω το καροτσάκι του,
τον βοήθησα να πετάξει και το ξύλινο πόδι του.
Ποτέ δεν κατάλαβα αυτό το ομαδικό αμόκ
για μία τόσο απλή αυτοκτονία
ούτε τώρα που γράφω για το γεγονός.
Ιούλιος 1975
----------
Ρεπερτόριο
Έπλυνα τα χέρια μου με σαπούνι.
Τα σκούπισα από τη χλαμύδα του Ιούλιου Καίσαρα.
Φυσούσε έξω, οι θεατές λίγοι, τα κεριά τρεμόσβυναν.
΄Ενα παλιό αυτοκίνητο των ΚΤΕΛ
σταμάτησε στην είσοδο.
Ο οδηγός μας διέταξε την άμεση αλλαγή του Ρεπερτορίου.
Ο Ιούλιος Καίσαρας μετατράπηκε
σε σταύρωση του Ιησού του Ναζωραίου.
Κοιταχτήκαμε με αμηχανία όλοι οι ηθοποιοί
αλλά στο τέλος, χειροκροτηθήκαμε απ’ όλους
τους επιβάτες.
Ιδιαίτερα η όμορφη κοπέλα που
έπαιζε τη Μαρία Μαγδαληνή,
3 Μάη 76
----------
Τεχνικολόρ
Όλα τα χρώματα είναι έντονα
Η Μαντουμπάλα κείτονταν στο τραπέζι
με τρεις μαχαιριές,
στο δεξί στήθος, στο λαιμό και στην κοιλιά.
Το τραπέζι ήταν από πράσινη φορμάϊκα.
Ντυμένη μ’ ένα ροζ φόρεμα σαν αυτά
που φορούν οι ταξιθέτριες όταν δεν δουλεύουν.
Είχε δηλώσει πως ήταν κι αυτή ταξιθέτρια,
στην κατάθεση που πήρα αργότερα η αστυνομία.
Ήταν ξυπόλητη. Γύρισε στο ένα πλευρό,
κλαίγοντας πνιχτά.
Ήταν ένας μεγάλος χώρος, σα μαγαζί χωρίς παράθυρα.
Άσπρος. Τέσσερεις προβολείς σημάδευαν από ψηλά
το κορμί της. Είχαν τοποθετήσει έναν πλαστικό
φοίνικα δίπλα στο τραπέζι και σ’ έναν τοίχο
την εικόνα του Χριστού σε λιθογραφία.
Ντυμένος με μπλε χλαμύδα, το κεφάλι γερμένο
ελαφρά στ’ αριστερά, και το χέρι να ευλογάει
προφανώς όποιον περνούσε από μπροστά του.
1978
----------
Gauloises Gout Maryland
Οι ξεσκισμένες κάλτσες της Κολτσινέας
κρέμονταν έξω απ’ το παράθυτο του ισπανόφερτου σπιτιού.
(Μάρλεν Ντίτριχ – Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ)
Ο Στέρνμπεργκ έφτιαχνε τους φωτισμούς μαζί με τον
οπερατέρ καθώς μια κομπάρσα έπαιρνε τη θέση της Μ.Ν.
για να μην κουράζεται. Το γύρισμα του πλάνου θ’ άρχιζε
σε λίγη ώρα και η Μάρλεν ήταν λίγο ταραγμένη.
Ο Στέρνμπεργκ έβαζε ο ίδιος το τελευταίο δίχτυ
μπροστά στο φακό για τη διάχυση του φωτός.
Την ίδια ώρα έβλεπα το όνειρο στο Καράκας.
Σε μια συνοικία, ένα καφετί πλάτωμα
κι έναν τοίχο στο βάθος,
σίγουρα τα παιδιά θα έπαιζαν εκεί ποδόσφαιρο.
Ύστερα η ταβέρνα όπου πήγα ν’ αγοράσω καραμέλες,
κίτρινη Βαν Γκογκ,
ύστερα το σπίτι όπου γύρισα
γεμάτο πρόστυχες γαλλικές ταπετσαρίες.
Και τέλος το αεροπλάνο για το γυρισμό στο Παρίσι.
Κάπου σε μια γωνιά της Ισπανίας ήταν απλωμένες
αυτές οι κάλτσες που έλεγα προηγουμένως.
΄Ολα ήταν έτοιμα για το γύρισμα ενός γλυκού ντοκυμαντέρ
για την τηλεόραση.
Ο Τάσος παρέμενε στο στρατό, χωρίς να ξέρω
τίποτα για την τύχη του.
Μόνο η φωνή του από τα βάθη του 74 που
μιλούσε για τον βέβηλο χριστό, κι ένα σημείωμα
που έστειλε πριν λίγους μήνες εδώ στο Παρίσι.
Τρίτη 16 Μαϊου 78
Το φεστιβάλ των Καννών αρχίζει σήμερα
----------
Μπλε και λίγο Κίτρινο
Ήταν νύχτα και μιλούσαμε με ειλικρίνεια.
Πίσω σου ο πίνακας που είχες τελειώσει την ίδια μέρα.
Μπλε των βουνών όταν συννεφιάζει
και μια πιτσιλιά κίτρινο-μαργαρίτας.
Μούλεγες ότι είχες εμπνευστεί από έναν
σταθμό των σιδηροδρόμων στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Παρόλο που μιλούσαμε ειλικρινά
είχα την εντύπωση, πως αυτός ο πίνακας
δεν ήταν τίποτ’ άλλο, παρά η μεγέθυνση
της σκουριάς που άρχισε να διαφαίνεται
στο μικρό δάχτυλο του αριστερού μου χεριού.
3 Μάη 76
----------
Ανασκαφές
Ανασκαφές
Μελάνια και χαρτιά τουλάχιστον μιας δεκαετίας
ποιήματα εικοσαετίας
και αναμνήσεις σαράντα δύο χρόνων προσωπικές,
που πνίγονται σ’ ένα ποτήρι ουίσκι με τρία παγάκια
μετά την πρωινή μπόρα.
Σα να μην έφυγα ποτέ από αυτό το δωμάτιο
λέω και ξαναλέω.
Οι νεκροί γύρω, ακόμα ζωντανοί,
μου στέλνουν γράμματα από το παρελθόν
και μου λένε πόσο αγαπούν τα είκοσι και τριάντα
χρόνια μου.
Πόσο προγραμματισμένα ήταν όλα
να φτάσω ξανά σ’ αυτό το δωμάτιο απ’ την αρχή.
Κέρκυρα, Παρ. 26 Αυγ. 1994
----------
Εικόνες Λάφυρα (1)
Πρωτογενείς εικόνες
Λάφυρα μιας χαμένης εποχής
Ανασκαφές κι αναστηλώσεις
Αναπαλαιώσεις κτιρίων
Η γλώσσα. Τα νοήματα. Τα χαρτιά.
Ημιτελές έργο που χάνει τους χυμούς του
σιγά-σιγά.
Εικόνες που ξεθωριάζουν :
Kodackrom, Estmancolor, Gevert, Fuji
και Technicolor.
Χάνονται τα χρώματα
και μένει σ’ όλη τη διάρκεια
ένα Mazenta
που κι αυτό με τον καιρό
θα σβύσει.
25.3.89
----------
Εικόνες Λάφυρα (2)
Πλήθη στρατού παρελαύνουν
γύρω απ’ τα τείχη της πόλης,
Σε μιαν αέναη κυκλική πορεία.
Έξω ακριβώς από την πύλη,
νέοι ευέλπιδες με λιλά λοφία.
΄Ενα πορσελάνινο πιατάκι έσπασε
σε μια ερωτική παράφορη περίπτυξη.
στιγμή που όλα μπορούν να συμβούν.
Να χαιρόμαστε για τη συγχώνευση
Warner και Time-Life
CNN και A.B.C – Microsoft και Apple.
Μια πληθώρα συμβόλαια υπογράφονται.
Σενάρια βγαίνουν από τα συρτάρια
και γίνονται εικόνες. Ταινίες παγκόσμιας επιτυχίας.
Συμμετέχουν οι καλύτεροι ηθοποιοί, μουσικοί,
ευφάνταστοι ντεκορατέρ και ενδυματολόγοι.
Στρατιές μαρτυρικοί σεναριογράφοι
στίβουν το γεμάτο κόκα και αλκοόλ
κεφάλι τους, και συνθέτουν τα πιο
απίθανα σενάρια,
που θα καταπλήξουν τα πλήθη, σ’ όλη
την έκταση της αυτοκρατορίας.
Εν τω μεταξύ
η Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ αγκαζέ
με την Κρίστα Λούντβιχ, ανεβαίνουν
το δρόμο της Ανάληψης, κρατώντας
η κάθε μία ένα μάτσο βιολέτες
που μάζεψαν από τους ανοιξιάτικους ελαιώνες.
Φορούν τα ρούχα, των πινάκων
του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ.
Ρίχνουν τα λουλούδια στη θάλασσα, κοντά
στο προαιώνιο σπέρμα των παιδιών
δίπλα στο αίμα των πρώτων ατυχημάτων με μοτοσυκλέτα
ή αυτοκίνητο.
Οι δυο τους κάνουν σπονδές
στους χειμώνες της Κέρκυρας,
στις φιλίες και τους έρωτες.
Όλα αυτά αποπνέουν μαγεία και μυστήριο.
Εδώ στο λόφο της αρχαίας Κέρκυρας
που δεν έχει ανασκαφεί ακόμα, η μυθολογία
συναντιέται με την ιστορία του άχρηστου.
Των εισιτηρίων απ’ το μετρό στο Παρίσι
των γραμματοσήμων της Αυστραλίας
και των γραμμάτων από το Λονδίνο,
τη Δαμασκό, την Πέτρα της Ιορδανίας,
τη Ρώσικη στέπα και το χιονισμένο Καναδά.
΄Ολα αυτά σε πακέτα έχουν στοιχειώσει
σαν το χορό των debutants, της Βιέννης
σε παγωμένο πλάνο, φιξ καρέ,
ενώ οι ζωγράφοι, οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί,
οι ταβερνιάρηδες, οι αποκλεισμένοι,
οι φυλακισμένοι στα πάθη τους,
οι ανάπηροι, οι αδελφές νοσοκόμοι,
οι πρόεδροι, οι βασιλιάδες,
και όλοι οι σταρ παντός καιρού και είδους
μας κοιτούν κοκκαλωμένοι, χαμογελαστοί
απ’ την αίθουσα απονομής …
25.3.1989 – 22.3.1998
----------
Κατάλογοι
Απάνθρωπα,
ο ήλιος να ζεστάνει τα νησιά.
Ο νεκρός Γουωρχόλα να μιλάει μέσα από
το ημερολόγιό του για την τρελλή εικοσαετία
Ο νεαρός ποιητής της Κέρκυρας να πιστεύει
ότι θα επιζήσει της καταστροφής.
Οι εργάτες να φτιάχνουν τα πεζοδρόμια
επιμένοντας σε μια καλύτερη ζωή.
Εικόνες – εικόνες - εικόνες
το σεξ άγριο, σαν παράνομη ευτυχία,
το σμίξιμο των ανθρώπων
όλα μαζί και χώρια
περασμένα στις πτυχώσεις του δέρματος.
Παλιές ίντριγκες, περασμένα χρόνια, νοσταλγία του ’50.
Τα όνειρά σας δεν είναι τα δικά μου.
Να εντάσσεις έναν έναν στην προσωπική σου μυθολογία.
Αντιγραφές – Προσκλητήριο νεκρών.
Να είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Οι ήχοι της πόλης. Τα νέα σύνορα.
Οι ταινίες. Μια περίοδος. Θεατής.
Ο ήχος της εξοχής, τα παλιά γραφτά, η ποιητική ζωή.
΄Ο,τι είδαμε. ΄Ο,τι μας άγγιξε. Η μυθολογία.
Το σπέρμα, η κίνηση, ο θόρυβος, ο ύπνος.
Η σύνδεση και η ερμηνεία των εικόνων. Μοντάζ.
Η Μονίκ επέστρεφε από την Dieppe.
Η χρησιμότητα των προτάσεων. Εικόνες. Μια ταινία.
Η διαδικασία κατσκευής της. ΄Ο,τι κάνει καλό. ΄Ο,τι κάνει
κακό. Το φεστιβάλ στις Κάννες που αρχίζει.
Η στύση. Η άνοιξη. Οι εποχές. Τα φύλλα. Η ζωγραφική.
Περάσματα. Η αλήθεια. Το παιδικό δωμάτιο.
Τα περιοδικά, οι φωτογραφίες. Οι αναμνήσεις.
Η ηδονή. Το αίμα. ΄Ενα καπέλο.
Μια χούφτα ψίχουλα για τα πουλιά.
Η γραφή.
9.5.89
Αθήνα Φ.Π. 7
----------
Πεζόδρομοι
Τα περιοδικά στοιβάζονται, έτοιμα για πολτοποίηση.
Ένας καφές στα όρθια
σε χοντρό φλιτζάνι
διαφημιστικού εσπρέσσο.
Τα καταστήματα διακρίνονται για την κομψότητα
των πωλητριών τους, στους πεζοδρόμους.
Εκεί που περπατάς
σκέφτεσαι να διορθώσεις κάποια σου κείμενα,
να πετάξεις από μέσα τους
την πολυλογία.
Εκεί που περπατάς βλέπεις πολλά
και αξιόλογα τεκνά
να περιφέρονται.
Λες κάτι με το νου σου που δεν ακούγεται,
ενώ ακούγεται φανερά
η σειρήνα της πυροσβεστικής
ν’ αναζητάει τη φωτιά
που προκλήθηκε
από την τριβή
δύο σχισμένων τζηνς.
20 Νοε 92
----------
Παραλία του Αυγούστου
Στην παραλία της Αγίας Μαρίνας
ένας με γυαλιά ηλίου και φουσκωτό,
αφού βαρέθηκε τις ρακέτες
θέλησε να ζωγραφίσω το μαύρο του μαγιό
σ’ ένα χαρτί, και να το πετάξω μετά
στη θάλασσα.
Έπρεπε να γίνει ένα σκίτσο αξιοπρεπές
που να μην έχει σχέση με τα άλλα σκίτσα
της παραλίας.
Γι’ αυτό μου τον κόπο
θα άφηνε σα δώρο
το ίδιο το μαγιώ – στο πίσω μέρος του μικρού νησιού
που έφτανες με τα πόδια – αφού διέσχιζες
είκοσι μέτρα θάλασσας με το νερό
μέχρι το γόνατο.
Δίπλα στο μαγιό είχε αφήσει ένα σημείωμα,
μια επισκεπτήρια κάρτα
με τις ευχαριστίες του στον Κυάνου Ρηβς.
Πώς ήξερε ότι τον γνωρίζω;
ένα μυστήριο, αφού δεν μιλήσαμε καθόλου.
Μόνο κάποιες ματιές ανταλλάξαμε
κι αυτές μέσα από τα μαύρα γιαλιά ηλίου.
Τρι 24 Αυγούστου 93
Αθήνα
----------
ΣΠΕΙΡΟΕΙΔΗΣ ΧΡΟΝΟΣ
1998
Αθήνα
Ανθοπωλεία
Ο ανθοπώλης στην πόρτα του καταστήματος
κουνούσε ολομόναχος το κεφάλι του.
Μερικά γαρύφαλα κι αυτά προς το τέλος τους
είχαν πουληθεί μόνο.
Τα βάζα βρωμούσαν, κανείς δεν είχε τη διάθεση
ν’ αλλάξει το νερό τους.
Στο μωσαϊκό πέταλα από τα τελευταία
τραντάφυλλα συστρέφονταν σιγά-σιγά καθώς
μαραίνονταν.
Δεξιά ο κινηματογράφος είχε κλείσει,
αριστερά η τράπεζα είχε ληστευθεί από
πέντε ένοπλους μασκοφόρους την περασμένη
εβδομάδα.
Όλοι βιάζονταν να κλειστούν στα σπίτια τους.
Κανείς δεν αγόραζε πια λουλούδια.
Θα μπορούσε να ερμηνεύσει την έλλειψη πελατείας,
αλλά κανείς δεν ήξερε, πως είχε κρύψει το πτώμα
του νεαρού ταμία, στο μεγάλο ψυγείο των λουλουδιών.
Στην πόλη όλοι έλεγαν ότι τον ταμία τον πήραν
όμηρο οι ληστές. Γι’ αυτό άλλωστε και οι έρευνες
στο ποτάμι* συνεχίζονταν.
* Συνήθως εκεί από παλιά έριχναν τα πτώματα των ομήρων.
3.5.76
----------
Η ματαιότης των ομολόγων
Άπειρα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου
έπλεαν στο σημερινό λιμάνι του Πειραιά.
Λέω σημερινό, διότι με τις προσχώσεις
τα αρχαία τείχη του,
είχαν περικυκλωθεί από την σύγχρονη πόλη.
Η Μαρία έκανε έναν κύκλο γύρω από τα μάτια της
με μαύρο χρώμα, ώστε να μοιάζει με την ΄Αστα Νίλσεν
στις Περιπέτειες του Μαύρου Πειρατή.
Ο Τάκης ξαπλωμένος στο ντιβάνι διάβαζε
κάποια γιαπωνέζικα υπέροχα κείμενα,
στα … γιαπωνέζικα.
Τα ποιήματα πετούσαν σε ύψη δυσθεόρατα και
μεγαλειώδη,
όπως τα σύννεφα πάνω από το Γκραν Κάνυον
ή όπως σε κάποιο σύγχρονο γουέστερν
γυρισμένο στο ΄Αϊνταχο.
Δευ 10.2.1992
----------
Εξορία
Θα δεις στα μάτια μου
κάποιον που γύρισε από την αιχμαλωσία,
έναν επιζώντα των στρατοπέδων συγκέντρωσης,
κάποιον που γλύτωσε από ένα crash test
με το χωρίς αερόσακο μοντέλο της πραγματικότητας,
κάποιον ξεχασμένο για χρόνια óôï Γκουλάγκ,
έναν κολήγο που επιστρέφει στη Μόσχα,
κάποιον που σκαλίζει γλυπτά χειρός,
εξόριστος
στη Μακρόνησο-Πέτρα,
από πέτρα
εκείνον που γλύτωσε από την ηλεκτρική καρέκλα
παίρνοντας χάρη, από τον κυβερνήτη της Γιούτα,
έναν αόρατο, που επιζεί, με τον αριθμό στο χέρι
χαραγμένο
από ακτίνες λέιζερ.
Αθήνα
Τρι 31Μαρτίου 1998
----------
ΣΕΝΑΡΙΑ ΑΠΟ ΚΙΜΩΛΙΑ
Αθήνα
1998
η σημαία
σχίζω μια σημαία
σε δύο κομάτια,
μετά, το ένα κομάτι
σε άλλα δύο.
Έχω έτσι
τρία κομάτια σημαίας.
12.7.72
----------
δάκρυ μιας πρόκας
εσύ κάνεις ντους
σε μια μπανιέρα
και το νερό
κρύο
απειλητικό
γλυστράει στο
γυμνό
κορμί σου
1970
----------
αντικείμενα για προσωπική χρήση
όπως
μία οδοντόβουρτσα,
ένα πηρούνι
ένα μαχαίρι
μία ματιά
μία μέρα απ’ τη ζωή των άλλων.
η κουβέρτα
να σκεπάζεις
πληγές του σώματός σου
η λάμπα
για να φωτίζεις τα μάτια σου
το νερό
να λευτερώνεις τα χέρια σου
ο άνθρωπος
να τον δουλώνεις στα πάθη σου.
Οκτ. 71
----------
Προερωτικό
Μια βδομάδα στο χέρι μου
μια βδομάδα με σένα
Πέρασε
Τώρα είναι φύλλα από κάποιο
φτηνό ημερολόγιο
πεταμένα
στη θάλασσα.
1970
----------
και η ακρόπολη
στημένη στο βάθρο της
ένα κίτρινο αυτοκίνητο
και μερικά κυπαρίσια
σχεδιασμένα,
πολυκατοικίες
και εικοσιπέντε δραχμές
να περάσεις μια μέρα.
Αισιόδοξος
να διαβάζεις
τις αναζητήσεις υπαλλήλων
να πίνεις λίγο καφέ
μ’ ένα τσιγάρο.
Αθήνα
οχτώβρης 71
----------
85 μέρες
ΧΧΧΧΧ
11111
22222
η ελπίδα τους
τ’ αυτοκίνητα
τα σπίτια
τα λεφτά
τα σουβλάκια
τα τραχτέρ
το νερό
το μελάνι
το τασάκι
το τσιγάρο
το στυλό
εμείς
εσείς
αυτοί
12.7.72
----------
η σιωπή
και το νερό
θα μπορούσαν
να χρησιμέψουν
για αρχή
ενός ποιήματος
γραμμένου σε μορφή
δύο ή τριών
λέξεων κατά στίχο!
12.7.72
----------
Η σημασία να δεις
γραμμένη μία λέξη σου
η παραβίαση των άστρων
από το βλέμμα σου
η αγάπη σαν λέξη
ο δρόμος
η ανάμνηση σαν ανάμνηση
η μουσική
ο κινηματογράφος
σα λόγος
και σα τρόπος
ύπαρξης
16.11.71
----------
Τον καιρό που πίστευα
πως μια πρόκα
μπορούσε να κλάψει
ήθελα το κλάμα της νάναι αυθόρμητο
δηλαδή
να μην επηρεάζεται από :
σεισμούς
πολέμους
θανάτους
βασανιστήρια όπως :
μπήξιμο βελόνων στα γεννητικά όργανα
βγάλσιμο νυχιών με τανάλιες κ.ά.
το κλάμα της
νάταν δηλαδή
αυθόρμητη έκφραση
του εσωτερικού της κόσμου.
Ολ’ αυτά βέβαια στην ελεύθερη
κατευθυνόμενη ηλικία της ήβης.
26.8.72
----------
Χέλντερλιν
Μα τι ζητούν οι ποιητές,
εχτός από λίγο χαρτί, μια πένα και μελάνι.
Ούτε δόξες ούτε μεγαλεία ούτε τιμές.
Μόνο να ταξιδεύουν θέλουν
στις χώρες των προγόνων τους
στην Ελλάδα, μία φανταστική Ελλάδα,
στο Τύμπινγκεν και στο Ιόνιο, στην Αλεξάνδρεια
χωρίς ούτε καν να τις επισκεφτούν,
μόνο να ταξιδεύουν,
φαντάσματα να συναντούν άλλα φαντάσματα
μέχρι να ησυχάσουν
σε κάποια ακτή της ΄Ιου
ή στο κοιμητήριο του Τύμπινγκεν.
Αθήνα Σα 28.3.98
----------
Νυχτερινό πορτρέτο (1978)
παστέλ σε χαρτί
ΕΝΑ ΑΚΙΝΗΤΟ ΠΛΑΝΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ
ΜΕ ΦΟΝΤΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Όλες οι αποσκευές της δεν ήταν παρά
δώδεκα υπεριώδεις ακτίνες.
Κείτονταν στην παραλία νεκρή με μπαούλα
και βαλίτσες ανοιγμένα.
Από μέσα έβγαιναν τα μανίκια του παλτού, κάλτσες
μαντήλια, οι άκρες άλλων ρούχων καθώς και μερικά
από τα μικροσκοπικά εσώρουχα.
Το αριστερό της στήθος καθώς ήταν έτσι ξαπλωμένη
έδειχνε τον ουρανό, κι αν μπορούσε να τον πιτσιλίσει
με μερικές σταγόνες διαπλανητικού γάλακτος θα το έκανε.
Το πλάνο παρέμεινε έτσι ακίνητο μερικά
λεπτά, πράμα που φάνταζε αιωνιότητα για το
μεγαλύτερο μέρος των θεατών.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς περίμεναν την είσοδο
άλλων προσώπων μέσα στο κάδρο, ή τουλάχιστον έναν ήχο
που να προέρχεται από αυτό, μία μουσική ή μια φωνή off
που να εξηγεί το τι συμβαίνει ή πρόκειται να συμβεί.
Μα τίποτα από αυτά δεν συνέβαινε, καμιά φωνή, ήχος
ή νέο πρόσωπο.
Οι θεατές αν και λίγοι και συνηθισμένοι σε κάθε είδους
κινηματογραφική αυθαιρεσία, άρχιζαν να δυσανασχετούν.
Κάποιος έβγαλε από μια πλαστική σακούλα ένα σάντουϊτς
με σαλάμι και άρχισε διακριτικά να το τρώει, ένας άλλος
άναψε τσιγάρο αν και το κάπνισμα απαγορευόταν.
Οι περισσότεροι είχαν γλιστρίσει στην πολυθρόνα,
στη θέση της ονειροπόλησης.
Αυτός που καθόταν στην τελευταία σειρά της
αίθουσας, κάτω ακριβώς από την καμπίνα προβολής
ξεκούμπωνε το παντελόνι του και άρχιζε τις μαλάξεις
των γεννητικών του οργάνων με πρόθεση τον αυνανισμό
και ποιος ξέρει αργότερα την εκσπερμάτωση.
Η μόνη γυναίκα της αίθουσας ξεκούμπωνε τη
μπλούζα της, και όπως δεν φορούσε σουτιέν, εύκολα
με το δείκτη του δεξιού της χεριού και με τη
βοήθεια του αντίχειρα ακουμπούσε τη ρόγα
του αριστερού της μαστού.
Ο σκηνοθέτης ούτε που μπορούσε να φανταστεί
την επίδραση που αυτό το πλάνο θα είχε
πάνω στους θεατές.
Πάντως κανείς δεν έφευγε,
κι αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο κέρδος.
Η ταξιθέτρια παραξενεμένη από την ηρεμία
της αίθουσας μπήκε για δεύτερη φορά, σέρνοντας
το δεξί της πόδι.
Κοίταξε με μια πανοραμική κίνηση 180 μοιρών το χώρο
και αφού δεν πρόσεξε τίποτα το ιδιαίτερο, ούτε τον
θεατή που κάπνιζε ή αυτόν που αυνανίζονταν,
ή τη γυναίκα που πιο γρήγορα τώρα έκανε κύκλους
με τα δάχτυλά της γύρω από το μαστό, κοίταξε
επιτέλους την οθόνη.
Με φρίκη διαπίστωσε ότι η γυναίκα της οθόνης
ήταν όντως νεκρή, και ο μαστός που αν μπορούσε
θα πιτσίλιζε τον ουρανό με διαπλανητικό γάλα,
έμοιαζε με το μαστό που πριν είκοσι χρόνια
της είχαν κόψει γιατί είχε προσβληθεί από καρκίνο.
Πλησίαζε έτσι σιγά-σιγά την οθόνη. Σε ένα
μέτρο απόσταση ένιωσε το φως στο πρόσωπό της
σα να ήταν το ίδιο το φως που φώτιζε τη σκηνή
την ώρα του γυρίσματος.
Οι θεατές σταμάτησαν κάθε δραστηριότητα ιδιαίτερη,
και κοίταζαν με μεγάλη προσοχή την τόσο
αναμενόμενη είσοδο ενός νέου προσώπου στο κάδρο.
Έτσι είδαν έκπληκτοι το νέο αυτό πρόσωπο,
που ήταν μία κουτσή γυναίκα, να σέρνει τη νεκρή
προς τη θάλασσα, να χάνονται και οι δύο πίσω
από την άμμο.
΄Υστερα από αυτό, ένας ελαφρός αέρας
ακούστηκε και ανεπαίσθητα ο ήχος της
θάλασσας.
Μετά την εμφάνιση της λέξης τέλος
και το αργό άναμα των φώτων της αίθουσας,
οι θεατές έφυγαν ένας-ένας ξεχνώντας
και την είσοδο του νέου προσώπου και την
αιτία του θανάτου της πρώτης γυναίκας.
6.5.76
----------
THE BEAT GENERATION
Άνευ νοήματος κι αδιάβαστος βρέθηκα
στο δρόμο και στα εξεταστικά κέντρα
για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Ακόμα μια φορά και δεν θα μπορούσα ν’ αποφύγω
τον εφιάλτη των εξετάσεων.
Αναγκασμένοι να γράφουμε σελίδες επί σελίδων
όλα μας τα όνειρα σε προτάσεις μακροσκελείς
σε παραγράφους, αυθεντικές, με μια γραφή,
που θα έκανε τους πάντες να καταλάβουν τι θέλεις
να πεις
ένα κείμενο
που ξεκίνησε έτσι για να μεταμορφωθεί πάλι στο
δρόμο σ’ ένα σύννεφο, σ’ ένα σπίτι, σ’ ένα άνετο
εσωτερικό στη δεκαετία του ’50 στην Αμερική.
Στις μεγάλες κι ασήμαντες πόλεις τις απρόσωπες
εκείνης της υπέροχης εποχής.
Μετά την ανάγνωση: «στο δρόμο», «τ’ άγρια αγόρια»
του τζάνκι. The beat generation ζει και βασιλεύει
και υπόσχεται ακόμα πολλά μέσα στην
κακομοιριά των Γιάπις και όλων όσων θέλησαν να
ενταχθούν. Ας εισακουσθούμε λοιπόν.
Αντιγραφή 1.5.97
----------
4.4.79
Ο βασιλιάς Γεώργιος στο γυρισμό από τις Αντίλες πέρασε
από την Κέρκυρα να χαιρετίσει τα πλήθη ακόμα μια φορά.
Έφερνε μαζί του λίγους ανανάδες που φαγώθηκαν αμέσως
από τις τοπικές αρχές.
Μια μεγάλη Βυζαντινή σημαία ξετυλίχτηκε από το κάστρο.
Το παγώνι που περνούσε τη στιγμή εκείνη από την κεντρική
πλατεία γύρισε το κεφάλι του προς εκείνο το μέρος.
Μια κυρία που μισοκοιμόταν καθισμένη σ’ ένα παγκάκι
έσκισε ένα κοματάκι από τη μακριά μαύρη φούστα της
και το πέταξε στα περιστέρια να το φάνε.
Ένας απατημένος σύζυγος έδερνε με το μπαστούνι του
το σκυλάκι της γυναίκας του.
Μια γυναίκα που κοίταζε τις σκηνές απ’ το παράθυρο
έκαψε την άκρη μιας τούφας από τα μαλλιά της
μ’ ένα κερί.
Αντιγραφή 23.4.97
----------
Σταυροφορίες
Οι αυτοκρατορίες είχαν τελειώσει,
το ίδιο και οι δολοφονίες αυτοκρατόρων.
Ο τελευταίος αυτοκράτορας είχε δολοφονηθεί πριν
από την κατάληψη της πόλεως από το
χέρι του ίδιου ποδηλάτη που ενεψύχωνε
τους κοινούς θνητούς πολίτες.
Στη μνήμη και του νεκρού αυτοκράτορα
πόσο μάλλον του ποδηλάτη εμψυχωτή,
στα τουριστικά καταστήματα της πόλεως
ομοιώματα και των δύο σε πολύ μικρό μέγεθος.
Πάντως στη θέση των χειμερινών ανακτόρων
(που είχαν καταστραφεί με την κατάληψη
της πόλεως από τους εσωτερικούς εχθρούς)
οι νέοι πολίτες είχαν στήσει
την αναπαράσταση της σκηνής της δολοφονίας,
μόνο που στο πρόσωπο του αυτοκράτορα
θα μπορούσε κανείς να διακρίνει τα χαρακτηριστικά
του νέου διευθυντού της υπηρεσίας πληροφοριών.
Τα λόγια διαπερνούσαν το κεφάλι της
μικρής Τζούντυ Γκάρλαντ σαν ινδιάνικα βέλη.
Όταν έφταναν στο πίσω μέρος του κεφαλιού
σταματούσαν στις δύο κοτσίδες.
Και ξαναγυρνούσαν στο στόμα (όπου ανακυκλώνονταν).
Αυτό συνεχιζόταν για μερικές δεκάδες μέτρα φιλμ.
Κόσμος έμπαινε στις αίθουσες παρασυρμένος
από φώτα νέον, σημαντικές μυρωδιές των σταρ
και χρώματα, ηλιοβασιλεμάτων που ξέφευγαν
απ’ τις μισάνοιχτες πόρτες των κινηματογράφων,
και έφταναν στα απέναντι καφενεία.
Η επισίτιση του πληθυσμού της χώρας είχε
αρχίσει να προβληματίζει τους προύχοντες.
Μια μικρή ηλιαχτίδα περιόριζε τη σκέψη μας
στο ελάχιστο και οι καθημερινές ανασκαφές
είχαν γίνει πρόβλημα για τους κατοικούντες
εκεί πλησίον.
Οι καταστάσεις όμως άλλαξαν, και όλοι οι
ορφανοί μαζεμένοι στα γύρω οικήματα περίμεναν
την σειρά τους για να εισέλθουν στους ραδιοθαλάμους
να πάρουν το μικρόφωνο για να ακουστεί η φωνή τους
σ’ όλη τη χώρα και να κάνουν γνωστά
τα ουσιώδη προβλήματά τους όπως ήταν :
η ανεύρεση νέων πατρόνων.
Δικαίως μετά την αποφυλάκισή τους
από τα οικοτροφικά ιδρύματα, άλλοι μεν έμπαιναν
κατευθείαν σε ιδιωτικά πορνεία, άλλοι σε
στρατιωτικές φυλακές.
Το δράμα του πεινώντος πληθυσμού
ελύετο έτσι ως δια μαγείας.
6.6.76
----------
Τα δύο μανταλάκια
- Να, άρχισε να λέει η Ιζαντώρα, ανασηκώνοντας το μικρό δάχτυλο του δεξιού της χεριού, στο οποίο κρατούσε το φλυτζάνι με το τσάι.
- Είχα αρχίσει να ταυτίζομαι με την κυρία του πάνω πατώματος, ώσπου χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και πήγα ν’ ανοίξω.
Έτσι η ταύτισή μου σταμάτησε, και ανοίγοντας, τι παράξενο, δεν βρήκα κανέναν στην εξώπορτα.
Σταμάτησε την ηχογράφηση των λόγων της και σηκώθηκε από την καρέκλα, εμπρός στο παράθυρο.
Γύρισε την κορδέλα του μαγνητοφώνου από την αρχή, πάτησε το PLAY και ξανακάθησε να την ακούσει.
Έμεινε άφωνη, εμπρός στο αποτέλεσμα. Η κορδέλα δεν είχε γράψει τίποτα από τα λόγια της. Αντίθετα και αυτό έκανε τα πράγματα πιο παράξενα, είχαν εγγραφεί όλες οι εξωτερικές φωνές που λαθραία έμπαιναν από το παράθυρο και που χωρίς τη θέλησή της είχαν εγκλωβιστεί εκεί.
Άκουσε τις φωνές των γειτόνων χωρίς να διακρίνεται το τι ακριβώς έλεγαν, οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν, τα τηλέφωνα που κάθε τόσο χτυπούσαν στα γειτονικά διαμερίσματα, οι πυροβολισμοί από τα γουέστερν της τηλεόρασης.
Ολ’ αυτά κατά κύματα, έρχονταν και έφευγαν καθώς το μαγνητόφωνο ήταν παλιό, και η αναπαραγωγή των ήχων όχι καλή.
Ακόμα και το κουδούνι που χτύπησε, και που διέκοψε όπως είχε πει την ταύτισή της με την κυρία του πάνω πατώματος, ούτε κι αυτό είχε εγγραφεί.
Σηκώθηκε και άδειασε την τσαγιέρα σ’ ένα παλιό ανδρικό παπούτσι που είχε βρει στο δρόμο την προηγούμενη, και ύστερα περιέλουσε με το περιεχόμενο του παπουτσιού το μαγνητόφωνο σαν ένα είδος εκδίκησης, που όπως πάντα δεν είχε να κερδίσει τίποτα από μια τέτοια πράξη.
Το κουδούνι της εξώπορτας ξαναχτύπησε, και νευριασμένη, κρατώντας ακόμα το ανδρικό παπούτσι στο χέρι της, πήγε ν’ ανοίξει. ΄Οταν είδε στην πόρτα να στέκεται η κυρία του πάνω πατώματος, έμεινε πάλι με το στόμα ανοιχτό. Η κυρία του πάνω πατώματος, φορώντας τα δύο μανταλάκια στα αυτιά της σαν παράξενα σκουλαρίκια, ήταν εμπρός της και της είπε : Σας έφερα δύο μανταλάκια.
Ξέρω πως θέλατε να ταυτιστείτε με μένα και ότι ο πρώτος θόρυβος της εξώπορτας σας έκανε να με ξεχάσετε παντελώς … Σας φέρνω σαν σύμβολο της υποταγής σας σ’ εμένα τα δύο αυτά μανταλάκια, που θα κρεμάσετε από τα δύο σας αυτιά όταν κάνετε εγγραφές στο μαγνητόφωνο.
Και θυμηθείτε ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να μην ταυτισθείτε μαζί μου. Είστε πια καταδικασμένη να είστε εγώ. Αντίο, και έφυγε κλείνοντας την πόρτα.
----------
Στο γύρισμα της φράσης
Πόσο μπορεί να διαρκέσει ένας έρωτας;
Μέρες, Μήνες, Χρόνια.
Να σε ξεχάσω σαν ποτέ να μην υπήρξες
θέλω μα δε γίνεται.
Σταυρόλεξα, γραμματόσημα, συλλογές από σπιρτόκουτα,
ονόματα εραστών μαζεύεις
κάνοντας ανίερες συλλογές
από πρόσωπα ξαναμμένα
από κοφτές φράσεις κι οδηγίες.
Η τρυφερότητα που δεν έρχεται.
(Επιμένω στα πρόσωπα και τα μάτια,
σ’ εκείνη τη μυστική στιγμή
που ο άλλος αφήνεται στα χέρια σου να τον οδηγήσεις).
Είναι βαρύ και μαζί λυτρωτικό,
αυτό το άδειασμα και το απόλυτο κενό,
την ώρα που κλείνεις την πόρτα όταν τελειώνει
η παράσταση
και ο άλλος αποχωρεί
ενώ τον κοιτάς
απ’ το μπαλκόνι
ν’ απομακρύνεται
στην κατηφόρα
(να δεις το βηματισμό του).
Μια τελευταία κριτική αποτίμηση.
Έτσι τους αποχαιρετάς, λες, για πάντα
κρυμμένος στις φυλλωσιές του μυαλού σου.
22.5.97 Αθήνα
----------
Μνήμη
Τώρα πια
είσαι ένα σώμα χωρίς πρόσωπο
είσαι ένα σώμα χωρίς σώμα.
Μόνο την αίσθηση απ’ το σχήμα σου θυμάμαι.
Αυτό π’ αγκάλιαζα
τα κυβικά σου εκατοστά στο χώρο
την αύρα που άφηνες
και την εικόνα μας αγκαλιασμένοι στον καθρέφτη,
εκεί που σούλεγα
κοίταξέ μας για τελευταία φορά
γιατί, δεν θα ξαναϋπάρξουμε
τόσο όμορφοι
ιδανικοί
κι ευτυχισμένοι.
Κυ 29 Μαρ. 98
----------
Καθρέφτης
Όταν θα δουν ποιος είσαι
όταν καταλάβουν
ποιος είναι αυτός
που προκάλεσε
τέτοια γραπτά αισθήματα
δεν θα πιστεύουν
πώς ένα πλάσμα σαν κι εσένα
έκανε τέτοια ταραχή.
Μόνο που εγώ στα μάτια σου αμέσως είδα
αυτό που κανένας δεν σου έδωσε
γιατί ποτέ κανέναν δεν εμπιστεύτηκες
ίσως γιατί δεν άξιζε
κι έκανα κόπο να σε δαμάσω
κόπο ψυχής
να σε διδάξω
τον πόνο της αγάπης
τον πόνο που πάντα ξέφευγες
να σε ξεκολλήσω
απ’ την αγκαλιά
της μάνας σου,
αυτά που έμαθα
πάνω στο ίδιο μου
το πληγωμένο σώμα
στα κύτταρα του εγκεφάλου.
Δε 6 Απρ. 98
Αθήνα
----------
Φίλη Μαγεμένη
Μια φίλη μάγισσα έχω, μια incantada-μαγεμένη
που φύλαγε με τις αδελφές της
μια πόλη ελληνική η κάθε μια,
και κάθε μία ένα ποίημα φύλαγε.
Τ’ αγάλματά τους στη Θεσσαλονίκη ήταν.
Ώσπου κάποια απ’ αυτά,
άλλα τα έκλεψαν
βάρβαροι κατακτητές, να ομορφαίνουν τα μουσεία τους
κι άλλα, άλλοι πιο βάρβαροι – τα κατέστρεψαν
στη μεγάλη κρυστάλλινη νύχτα του ολοκαυτώματος.
Έκτοτε συνάντησα μόνο μία
τη φίλη που σας έλεγα την incantada
που με τη δύναμη της ματιάς της
μου είπε : Άρον την ποίησή σου και περιπάτει.
Δεν ήξερα αν αυτό το σπρώξιμο στο κενό,
στον αιθέρα, θα μ’ ωφελούσε
ή πάλι, θα μ’ έριχνε στα τάρταρα του κόσμου.
Πάντως τώρα που ανασύρω τις λέξεις μία-μία
(από συρτάρια γεμάτα σκόνη
ανάμεσα από μικροπράγματα άχρηστα),
σαν τα κτερίσματα των τάφων,
τώρα που με τη βοήθειά της τα καθαρίζω
από χώματα αιώνων, και τα συγκολώ
λέω να της τ’ αφιερώσω,
όταν θα εκτεθούν για λίγο
σε κάποιο μουσείο της επαρχίας.
Γιώργης Καλογιάννης
Αθήνα, Παρ. 27 Μάρτη 1998